ἀνεξιχνίαστος

ἀνεξιχνίαστος
ἀνεξιχνίαστος, ον (ἀ-, ἐξιχνιάζω ‘track out’; Cat. Cod. Astr. VIII/2 p. 156, 16; Etym. Mag. p. 709, 50; Job 5:9; 9:10; 34:24; Prayer of Manasseh [=Odes 12] 6) lit. ‘not to be tracked out’, inscrutable, incomprehensible, of God’s ways Ro 11:33. Of the riches in Christ fathomless Eph 3:8 (RThomas, ET 39, 1928, 283). ἀ. δημιουργία inscrutable creation Dg 9:5.—1 Cl 20:5. Cp. FPfister, SBHeidAk 1914, no. 11, p. 8.—DELG s.v. ἴχνος. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνεξιχνίαστος — unsearchable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεξιχνίαστος — η, ο (AM ἀνεξιχνίαστος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός «ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῡ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῡ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον» νεοελλ. όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ανεξιχνίαστος — η, ο αυτός που δεν εξιχνιάστηκε, δεν εξακριβώθηκε ή δεν μπορεί να εξιχνιαστεί: Το έγκλημα εκείνο μένει ακόμη ανεξιχνίαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεξιχνιάστως — ἀνεξιχνίαστος unsearchable adverbial ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνίαστον — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc sg ἀνεξιχνίαστος unsearchable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστοις — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστου — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστους — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστων — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνιάστῳ — ἀνεξιχνίαστος unsearchable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξιχνίαστα — ἀνεξιχνίαστος unsearchable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”